επαινώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]επαινώ (παθητική φωνή: επαινούμαι)
- επιδοκιμάζω (κάποιον ή κάτι) ικανοποιώντας τον (ηθικά)
- ⮡ Επαινεί την εργατικότητα των υπαλλήλων του
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επαινώ | επαινούσα | θα επαινώ | να επαινώ | επαινώντας | |
β' ενικ. | επαινείς | επαινούσες | θα επαινείς | να επαινείς | (επαίνει) | |
γ' ενικ. | επαινεί | επαινούσε | θα επαινεί | να επαινεί | ||
α' πληθ. | επαινούμε | επαινούσαμε | θα επαινούμε | να επαινούμε | ||
β' πληθ. | επαινείτε | επαινούσατε | θα επαινείτε | να επαινείτε | επαινείτε | |
γ' πληθ. | επαινούν(ε) | επαινούσαν(ε) | θα επαινούν(ε) | να επαινούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επαίνεσα | θα επαινέσω | να επαινέσω | επαινέσει | ||
β' ενικ. | επαίνεσες | θα επαινέσεις | να επαινέσεις | επαίνεσε | ||
γ' ενικ. | επαίνεσε | θα επαινέσει | να επαινέσει | |||
α' πληθ. | επαινέσαμε | θα επαινέσουμε | να επαινέσουμε | |||
β' πληθ. | επαινέσατε | θα επαινέσετε | να επαινέσετε | επαινέστε | ||
γ' πληθ. | επαίνεσαν επαινέσαν(ε) |
θα επαινέσουν(ε) | να επαινέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επαινέσει | είχα επαινέσει | θα έχω επαινέσει | να έχω επαινέσει | ||
β' ενικ. | έχεις επαινέσει | είχες επαινέσει | θα έχεις επαινέσει | να έχεις επαινέσει | ||
γ' ενικ. | έχει επαινέσει | είχε επαινέσει | θα έχει επαινέσει | να έχει επαινέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επαινέσει | είχαμε επαινέσει | θα έχουμε επαινέσει | να έχουμε επαινέσει | ||
β' πληθ. | έχετε επαινέσει | είχατε επαινέσει | θα έχετε επαινέσει | να έχετε επαινέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επαινέσει | είχαν επαινέσει | θα έχουν επαινέσει | να έχουν επαινέσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- επαινώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας