ενωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ενωμένος | η | ενωμένη | το | ενωμένο |
γενική | του | ενωμένου | της | ενωμένης | του | ενωμένου |
αιτιατική | τον | ενωμένο | την | ενωμένη | το | ενωμένο |
κλητική | ενωμένε | ενωμένη | ενωμένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ενωμένοι | οι | ενωμένες | τα | ενωμένα |
γενική | των | ενωμένων | των | ενωμένων | των | ενωμένων |
αιτιατική | τους | ενωμένους | τις | ενωμένες | τα | ενωμένα |
κλητική | ενωμένοι | ενωμένες | ενωμένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
[επεξεργασία]ενωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ενώνω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]