διαιτολόγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διαιτολόγιο | τα | διαιτολόγια |
γενική | του | διαιτολόγιου & διαιτολογίου |
των | διαιτολόγιων & διαιτολογίων |
αιτιατική | το | διαιτολόγιο | τα | διαιτολόγια |
κλητική | διαιτολόγιο | διαιτολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.e.toˈlo.ʝi.o/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαιτολόγιο ουδέτερο
- διαιτητικό πρόγραμμα που καθορίζει τη διατροφή κάποιου για λόγους υγείας, αισθητικής κ.λπ
- (κατ’ επέκταση) βιβλίο με σχετικά διαιτητικά προγράμματα