δεκάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δεκάδα | οι | δεκάδες |
γενική | της | δεκάδας | των | δεκάδων |
αιτιατική | τη | δεκάδα | τις | δεκάδες |
κλητική | δεκάδα | δεκάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δεκάδα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δεκάς από την αιτιατική σε -άδα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δεκάδα θηλυκό
- (μαθηματικά) δέκα μονάδες
- (περιληπτικό αριθμητικό) σύνολο από δέκα όμοια στοιχεία
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη δέκα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αριθμητικά περιληπτικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)