γευματίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γευματίζω < → λείπει η ετυμολογία[1]
Ρήμα
[επεξεργασία]γευματίζω, αόρ.: γευμάτισα (χωρίς παθητική φωνή)
- παίρνω ένα γεύμα, τρώω
- κάθομαι σε γεύμα μαζί με άλλους, στο πλαίσιο της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γευματίζω | γευμάτιζα | θα γευματίζω | να γευματίζω | γευματίζοντας | |
β' ενικ. | γευματίζεις | γευμάτιζες | θα γευματίζεις | να γευματίζεις | γευμάτιζε | |
γ' ενικ. | γευματίζει | γευμάτιζε | θα γευματίζει | να γευματίζει | ||
α' πληθ. | γευματίζουμε | γευματίζαμε | θα γευματίζουμε | να γευματίζουμε | ||
β' πληθ. | γευματίζετε | γευματίζατε | θα γευματίζετε | να γευματίζετε | γευματίζετε | |
γ' πληθ. | γευματίζουν(ε) | γευμάτιζαν γευματίζαν(ε) |
θα γευματίζουν(ε) | να γευματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γευμάτισα | θα γευματίσω | να γευματίσω | γευματίσει | ||
β' ενικ. | γευμάτισες | θα γευματίσεις | να γευματίσεις | γευμάτισε | ||
γ' ενικ. | γευμάτισε | θα γευματίσει | να γευματίσει | |||
α' πληθ. | γευματίσαμε | θα γευματίσουμε | να γευματίσουμε | |||
β' πληθ. | γευματίσατε | θα γευματίσετε | να γευματίσετε | γευματίστε | ||
γ' πληθ. | γευμάτισαν γευματίσαν(ε) |
θα γευματίσουν(ε) | να γευματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γευματίσει | είχα γευματίσει | θα έχω γευματίσει | να έχω γευματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις γευματίσει | είχες γευματίσει | θα έχεις γευματίσει | να έχεις γευματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει γευματίσει | είχε γευματίσει | θα έχει γευματίσει | να έχει γευματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γευματίσει | είχαμε γευματίσει | θα έχουμε γευματίσει | να έχουμε γευματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε γευματίσει | είχατε γευματίσει | θα έχετε γευματίσει | να έχετε γευματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γευματίσει | είχαν γευματίσει | θα έχουν γευματίσει | να έχουν γευματίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γευματίζω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ γευματίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας