γευματίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γευματίζω < λείπει η ετυμολογία[1]

γευματίζω, αόρ.: γευμάτισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. παίρνω ένα γεύμα, τρώω
  2. κάθομαι σε γεύμα μαζί με άλλους, στο πλαίσιο της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]