γένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Ταξινομικοί όροι - γένη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γένος τα γένη
      γενική του γένους των γενών
    αιτιατική το γένος τα γένη
     κλητική γένος γένη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γένος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʝe.nos/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: γέ‐νος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γένος ουδέτερο

  1. ένα σύνολο ανθρώπων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς, ευρύτερο από την οικογένεια
    → δείτε και τις λέξεις γενιά και γενεά
  2. το έθνος, ιδιαίτερα το ελληνικό
  3. μία ευρύτερη έννοια που μπορεί να υποδιαιρείται σε επιμέρους έννοιες - είδη
  4. (για έμψυχα) η διάκριση φύλου
    ⮡  Τα γένη των περισσότερων οργανισμών βάσει του συστήματος φυλοκαθορισμού διακρίνονται σε άρρενα (αρσενικά)) και θήλεα (θηλυκά)
     συνώνυμα: φυσικό γένος
    → δείτε επίσης  σύστημα φυλοκαθορισμού στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια
  5. της μητέρας το πατρικό επώνυμο (επίθετο)
    ⮡  Η Ελένη Χατζηαργύρη, το γένος Γαρυφαλλίδου, υπήρξε ηθοποιός του θεάτρου
  6. (γραμματική) γραμματική κατηγορία που αποδίδεται σε ονόματα ουσιαστικά ή επίθετα, σε μετοχές ή αντωνυμίες· στην ελληνική γλώσσα διακρίνουμε το αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο γένος
     συνώνυμα: γραμματικό γένος
  7. (ταξινομία) υποδιαίρεση των ταξινομικών βαθμίδων, ανώτερη από το είδος και κατώτερη από την οικογένεια
    λατινικά genus
    → δείτε  Κατηγορία:Ταξινομικοί όροι - γένη (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τα ομόρριζα γένεση, γεννάω, γόνος και γνήσιος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ γένος τὰ γένη - γένε
      γενική τοῦ γένους - γένεος τῶν γενῶν - γενέων
      δοτική τῷ γένει - γένεῐ̈ τοῖς γένεσ(ν)
    αιτιατική τὸ γένος τὰ γένη - γένεα
     κλητική ! γένος γένη - γένεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γένει - γένεε
γεν-δοτ τοῖν  γενοῖν - γενέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γένος < από θέμα του γίγνομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γένος

  1. καταγωγή,οικογένεια
    ⮡  οἱ ἐν γένει (οι συγγενείς κάθε βαθμού γενικά)
    ⮡ οἱ ἔξω γένους (οι μη οικείοι)
    ⮡  ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί (κρατάω από την Ιθάκη, το γένος μου είναι από την Ιθάκη)
  2. εξ αίματος συγγένεια, η ευθεία, κάθετη συγγένεια
    ⮡  γένει υἱός (ο εκ γενετής, βιολογικός, φυσικός γιος, σε αντιδιαστολή προς τον θετό)
    ⮡  γένος γάρ, ἀλλ᾽ οὐχὶ συγγένεια (Ισαίος, σε δίκη για κληρονομικά)
  3. παιδί, εγγόνι, απόγονος
  4. ομάδα ομοειδών (όπως ζώων και φυτών) που περιλαμβάνει πολλά είδη
  5. ομάδα πλασμάτων του ίδιου είδους
    ⮡  ἡμιθέων γένος
    ⮡  τῷ ἀνθρωπείῳ γένει
    ⮡  τὸ τῶν περιστερῶν γένος
  6. φύλο
    ⮡  τὰ γένη τὰ τῶν ἀνθρώπων.... δύο, ἄρρεν καὶ θῆλυ (Πλάτωνας) χρειάζεται παράθεμα
  7. στη λογική το γένος είναι το αντίθετο του είδους

Συγγενικά

[επεξεργασία]