βιοδιασπάσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βιοδιασπάσιμος < βιοδιασπώ + -ιμος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biodegradable)
Επίθετο
[επεξεργασία]βιοδιασπάσιμος
- που μπορεί να βιοδιασπαστεί
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- βιοδιασπασιμότητα
- → δείτε τις λέξεις βιοδιασπώ, βίος, διασπώ και σπάω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βιοδιασπάσιμος