βήχιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βήχιο | τα | βήχια |
γενική | του | βήχιου | των | βήχιων |
αιτιατική | το | βήχιο | τα | βήχια |
κλητική | βήχιο | βήχια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βήχιο < ελληνιστική κοινή βήχιον < αρχαία ελληνική βήξ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βήχιο ουδέτερο
- (φυτό) πολυετές ποώδες φυτό της οικογένειας των Αστεροειδών (Asteraceae) που προέρχεται από την Ευρώπη και μέρη της Κεντρικής Ασίας
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- βήχιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βήχιο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)