αφοσίωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αφοσίωση | οι | αφοσιώσεις |
γενική | της | αφοσίωσης* | των | αφοσιώσεων |
αιτιατική | την | αφοσίωση | τις | αφοσιώσεις |
κλητική | αφοσίωση | αφοσιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφοσιώσεως Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αφοσίωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀφοσίωσις (θρησκευτικός καθαρμός) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dévotion
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.foˈsi.o.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φο‐σί‐ω‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αφοσίωση θηλυκό
- το αποτέλεσμα του αφοσιώνομαι
- η απόλυτη ενασχόληση με κάτι
- ↪ Είναι μεγάλη η αφοσίωσή του στην επιστήμη, στο λειτούργημα που υπηρετεί
- η αποκλειστική φροντίδα για κάποιον
- ↪ Η αφοσίωσή της στους γονείς της ήταν απόλυτη. Τους φρόντισε τα τελευταία χρόνια της ζωής τους.
- η απόλυτη ενασχόληση με κάτι
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)