αγαθός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀγαθός, Αγαθός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαθός η αγαθή το αγαθό
      γενική του αγαθού της αγαθής του αγαθού
    αιτιατική τον αγαθό την αγαθή το αγαθό
     κλητική αγαθέ αγαθή αγαθό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαθοί οι αγαθές τα αγαθά
      γενική των αγαθών των αγαθών των αγαθών
    αιτιατική τους αγαθούς τις αγαθές τα αγαθά
     κλητική αγαθοί αγαθές αγαθά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγαθός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγαθός[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ɣaˈθos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐θός

Επίθετο

[επεξεργασία]

αγαθός, -ή, -ο

  1. που ενεργεί με καλές και αγνές προθέσεις, και που δε συνυπολογίζει τις αρνητικές παραμέτρους είτε από αφέλεια είτε από συνειδητή επιλογή
    ⮡  είναι αγαθός, άκακος και αγνός χαρακτήρας
  2. αφελής και απλοϊκός
     συνώνυμα: αγαθιάρης
  3. (μειωτικό) που έχει νοητική υστέρηση, βλάκας

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • σημασία: αφελής/απλοϊκός: από το Μεσαίωνα και μετά → δείτε και τη λέξη αγαθιάρης
  • στην αρχαιότητα: το θετικό άτομο. Την ίδια έννοια είχε και στην πρώτη περίοδο του Χριστιανισμού. → δείτε την έκφραση καλός κἀγαθός

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

δείτε επίσης:

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • αγαθόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)