ίσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ίσιος | η | ίσια | το | ίσιο |
γενική | του | ίσιου | της | ίσιας | του | ίσιου |
αιτιατική | τον | ίσιο | την | ίσια | το | ίσιο |
κλητική | ίσιε | ίσια | ίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ίσιοι | οι | ίσιες | τα | ίσια |
γενική | των | ίσιων | των | ίσιων | των | ίσιων |
αιτιατική | τους | ίσιους | τις | ίσιες | τα | ίσια |
κλητική | ίσιοι | ίσιες | ίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ίσιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἴσιος < ἰσι(άζω) + -ιος[1] < αρχαία ελληνική ἰσάζω < ἴσος (ίσος)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈi.sços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ί‐σιος
Επίθετο
[επεξεργασία]ίσιος, -α, -ο
- ευθύς (για γραμμές ή για αντικείμενα)
- επίπεδος (για επιφάνειες)
- (μεταφορικά) σύμφωνος με τους γραπτούς και άγραφους νόμους
- ⮡ τράβηξε τον ίσιο, τίμιο δρόμο στη ζωή του και πρόκοψε
- (μεταφορικά, για χαρακτήρες) ευθύς, τίμιος, ειλικρινής, ντόμπρος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- στα ίσια και στα ίσα: ευθέως, χωρίς περιστροφές
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ίσιος
τίμιος χαρακτήρας
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ίσιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)