έαρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έαρ < αρχαία ελληνική ἔαρ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έαρ ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έαρ
|
Δείτε επίσης : ἔαρ |
έαρ ουδέτερο
|