άρθρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άρθρο | τα | άρθρα |
γενική | του | άρθρου | των | άρθρων |
αιτιατική | το | άρθρο | τα | άρθρα |
κλητική | άρθρο | άρθρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άρθρο < αρχαία ελληνική ἄρθρον < από το θέμα αρ- του αραρίσκω (εφαρμόζω, συνάπτω) + -θρον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈaɾ.θɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άρ.θρο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άρθρο ουδέτερο
- μέρος ενός συνόλου, το οποίο προσαρτάται, συνάπτεται σε κάτι μεγαλύτερο ή σημαντικότερο χωρίς όμως να αποτελεί απλό εξάρτημα αλλά βασικό τμήμα του
- μέρος το λόγου, με τρία γένη, κλιτό, που μπαίνει μπροστά από τα ονόματα: το, η, ο, ένας, μία κλπ.
- ⮡ Η αραβική γλώσσα δεν έχει αόριστο άρθρο.
- τμήμα/διάταξη ενός νόμου, βασικό στοιχείο ενός θρησκευτικού δόγματος, όρος ή τμήμα ενός καταστατικού, ιδιωτικού συμφωνητικού
- ⮡ Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε κατ᾿ άρθρον και επί του συνόλου.
- ⮡ Τα άρθρα της πίστεως.
- μέρος του σώματος ανθρώπου ή εντόμου, το τμήμα μεταξύ δύο αρθρώσεων
- κείμενο σε εφημερίδα που περιέχει κριτική και προσωπικές θέσεις, σε αντιδιαστολή προς το ρεπορτάζ που κανονικά αποτελεί απλή αναφορά γεγονότων και δεν περιλαμβάνει κρίσεις
- ⮡ Στο κύριο άρθρο της η εφημερίδα πήρε θέση τελικά υπέρ του τάδε υποψηφίου.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αρθρογράφος