άρθρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άρθρο τα άρθρα
      γενική του άρθρου των άρθρων
    αιτιατική το άρθρο τα άρθρα
     κλητική άρθρο άρθρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άρθρο < αρχαία ελληνική ἄρθρον < από το θέμα αρ- του αραρίσκω (εφαρμόζω, συνάπτω) + -θρον

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈaɾ.θɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άρ.θρο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άρθρο ουδέτερο

  • μέρος ενός συνόλου, το οποίο προσαρτάται, συνάπτεται σε κάτι μεγαλύτερο ή σημαντικότερο χωρίς όμως να αποτελεί απλό εξάρτημα αλλά βασικό τμήμα του
  1. μέρος το λόγου, με τρία γένη, κλιτό, που μπαίνει μπροστά από τα ονόματα: το, η, ο, ένας, μία κλπ.
    ⮡  Η αραβική γλώσσα δεν έχει αόριστο άρθρο.
  2. τμήμα/διάταξη ενός νόμου, βασικό στοιχείο ενός θρησκευτικού δόγματος, όρος ή τμήμα ενός καταστατικού, ιδιωτικού συμφωνητικού
    ⮡  Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε κατ᾿ άρθρον και επί του συνόλου.
    ⮡  Τα άρθρα της πίστεως.
  3. μέρος του σώματος ανθρώπου ή εντόμου, το τμήμα μεταξύ δύο αρθρώσεων
  4. κείμενο σε εφημερίδα που περιέχει κριτική και προσωπικές θέσεις, σε αντιδιαστολή προς το ρεπορτάζ που κανονικά αποτελεί απλή αναφορά γεγονότων και δεν περιλαμβάνει κρίσεις
    ⮡  Στο κύριο άρθρο της η εφημερίδα πήρε θέση τελικά υπέρ του τάδε υποψηφίου.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]