Άδωνις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Άδωνις | ||
γενική | του | Αδώνιδος | ||
αιτιατική | τον | Άδωνι & Άδωνιν | ||
κλητική | Άδωνις | |||
Δείτε την αρχαία κλίση Ἄδωνις με πληθυντικό Ἀδώνιδες και τη νεότερη μορφή Άδωνης. | ||||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Άδωνις < αρχαία ελληνική Ἄδωνις < φοινικική 𐤀𐤃𐤍 (ʾdn / adōn, κύριος)[1] < πρωτοσημιτική *ʾadan- (άρχω, κρίνω, δικάζω)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Άδωνις αρσενικό
- ανδρικό όνομα, μονοτονική γραφή του Ἄδωνις, ο Άδωνης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Άδωνις
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Burkert, Walter (1985), Greek Religion, Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press, ISBN 0-674-36281-0, σελ. 176–177.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρχαιόκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρχαιόκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα φοινικικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσημιτική (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)