ŝipestro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝipestro | ŝipestroj |
αιτιατική | ŝipestron | ŝipestrojn |
ŝipestro (eo)
- ο καπετάνιος, ο κυβερνήτης ενός πλοίου