éventail

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
éventail < éventer < vent

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
éventail éventails

éventail (fr) αρσενικό

  1. η βεντάλια
    ⮡  tout le monde, dans le métro, avait son éventail
    ο καθένας, στο μετρό, είχε τη βεντάλια του
  2. η ποικιλίαφάσμα
    il a proposé un grand éventail de solutions
    πρότεινε μια μεγάλη ποικιλία λύσεων
  3. η κλίμακα
    dans un large éventail
    σε μεγάλη κλίμακα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]