épilepsie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
épilepsie | épilepsies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]épilepsie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
épilepsie | épilepsies |
épilepsie (fr) θηλυκό