zèle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]zèle (fr) αρσενικό, μόνο στον ενικό
- ο ζήλος
- il pêche par excès de zèle - το παρακάνει, είναι πάρα πολύ ενθουσιώδης