whist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]whist (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- whist < (άμεσο δάνειο) αγγλική whist
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]whist (fr) αρσενικό