vorbeikommen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

vorbeikommen (de)

wenn jemand vorbeikommt, der Hund hört nicht auf zu bellen
όταν κάποιος περνάει δίπλα, ο σκύλος δεν σταματάει να γαβγίζει