vitro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vitro | vitroj |
αιτιατική | vitron | vitrojn |
vitro (eo)
- το γυαλί
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vitro | vitroj |
αιτιατική | vitron | vitrojn |
vitro (eo)