violet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
violet | violets |
violet (en)
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | violet |
συγκριτικός | more violet |
υπερθετικός | most violet |
violet (en)
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]violet (fr)
Δανικά (da)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]violet (da)