verdes

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

verdes (pt)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

verdes (pt)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

verdes (pt)

  • δεύτερο πρόσωπο πληθυντικού του προσωπικού απαρεμφάτου του ρήματος ver