vadi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vadi < vad- + -i
ρήμα vadi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας vadas vadanta vadata
αόριστος vadis vadinta vadita
μέλλοντας vados vadonta vadota
υποθετική vadus - -
προστακτική vadu - -

vadi (eo)