unwell

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός unwell
συγκριτικός more unwell
υπερθετικός most unwell

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
unwell < un- + well

Επίθετο

[επεξεργασία]

unwell (en) (όχι πριν από το ουσιαστικό, μάλλον επίσημο)

  • άσχημα, άρρωστος
    ⮡  If you feel unwell, call the doctor immediately.
    Αν αισθανθείς άσχημα, κάλεσε αμέσως το γιατρό.
    ⮡  I’m feeling a little unwell.
    Νιώθω λίγο άρρωστος.
     αντώνυμα: well