tracksuit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tracksuit | tracksuits |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tracksuit (en)
- η αθλητική φόρμα
- ⮡ a men’s polyester knit tracksuit - ανδρική φόρμα από πλεκτό πολυέστερ