toile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Toile, toilé

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
toile < λατινική tela

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /twal/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

toile (fr) θηλυκό

  1. ύφασμα από λινό, κανναβούρι, βαμβάκι, κλπ.
    Toile fine.
    Grosse toile.
    Toile ronde.
    Toile bien unie.
    Toile de lin.
    Faire le commerce des toiles.
    Tisser de la toile.
    Chemise de toile.
    Toile à matelas.
    Toile d’emballage.
    Toile cirée, μουσαμάς
    Toile imprimée, βαμβακερό ύφασμα εμπριμέ
    Toile d’avion, λεπτό ύφασμα που καλύπτει τα φτερά ορισμένων αεροπλάνων
    Les toiles d’un moulin à vent, τα υφάσματα που καλύπτουν τα φτερά ενός ανεμόμυλου για να μπορούν να γυρίζουν
    Toile métallique.
    Toile d’or, toile d’argent, ελαφρά υφάσματα των οποίων το υφάδι είναι από χρυσό ή άργυρο
  2. (κινηματογράφος) (μετωνυμία) άσπρο πανί πάνω στο οποίο προβάλλεται ένα φιλμ (κατ’ επέκταση) το ίδιο το φιλμ, το έργο
    On se fait une toile ? - Πάμε να δούμε ένα έργο στο σινεμά;
  3. (ζωγραφική) (μετωνυμία) πανί πάνω στο οποίο ζωγραφίζει ο ζωγράφος (κατ’ επέκταση) ο πίνακας
     συνώνυμα: tableau
    Le musée possède plusieurs toiles de ce peintre.
  4. (θέατρο) κατακόρυφο παραπέτασμα πάνω στο οποίο απεικονίζονται τα διάφορα τοπία
    Toile de fond.
  5. (ναυτικός όρος) πανί, ιστός
    Porter beaucoup de toile.
    Toile à voile, forte toile από κανναβούρι για τα πανιά των πλοίων
  6. (κυνήγι) μεγάλα δίχτυα που απλώνονται στο έδαφος για να πιαστούν αγριόχοιροι, ελάφια, ελαφίνες, ζαρκάδια, κλπ.
    Il a tué le sanglier dans les toiles.
    Tendre les toiles.
    Quand on veut prendre des cerfs vivants, on les prend dans les toiles.
  7. (πληροφορική) το διαδίκτυο

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Αναγραμματισμοί

[επεξεργασία]