ticket

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
ticket tickets

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ticket (en)

  1. το εισιτήριο
    ⮡  I went to the ticket office yesterday and got our tickets.
    Πήγα στο εκδοτήριο χθες και πήρα τα εισιτήριά μας.
  2. η κλήση, το έγγραφο για παράβαση
    ⮡  I got a ticket for a traffic violation.
    Πήρα κλήση για τροχαία παράβαση.

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ticket (fr) αρσενικό