throw off

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας throw off
γ΄ ενικό ενεστώτα throws off
αόριστος threw off
παθητική μετοχή thrown off
ενεργητική μετοχή throwing off

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
throw off < → δείτε τις λέξεις throw και off

throw off (en)

  • (μεταβατικό) βγάζω τα ρούχα μου και τα πετάω αμέριμνα
    ⮡  She threw off her gown quickly and…
    Έβγαλε τη ρόμπα της γρήγορα και…
    ⮡  He threw off his clothes and fell into bed.
    Πέταξε τα ρούχα του κι έπεσε στο κρεβάτι.