throw off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | throw off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | throws off |
αόριστος | threw off |
παθητική μετοχή | thrown off |
ενεργητική μετοχή | throwing off |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]throw off (en)
- (μεταβατικό) βγάζω τα ρούχα μου και τα πετάω αμέριμνα
- ⮡ She threw off her gown quickly and…
- Έβγαλε τη ρόμπα της γρήγορα και…
- ⮡ He threw off his clothes and fell into bed.
- Πέταξε τα ρούχα του κι έπεσε στο κρεβάτι.
- ⮡ She threw off her gown quickly and…
Πηγές
[επεξεργασία]- throw off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 697. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, πετώ