throw
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
throw | throws |
throw (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | throw |
γ΄ ενικό ενεστώτα | throws |
αόριστος | threw |
παθητική μετοχή | thrown |
ενεργητική μετοχή | throwing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
throw (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πετάω, ρίχνω κάποιο αντικείμενο με χέρι
- ⮡ I throw the ball to someone.
- Πετώ/Ρίχνω μια μπάλα σε κάποιον.
- ⮡ I throw a rock at somebody.
- Πετώ μια πέτρα σε κάποιον (για να τον χτυπήσω).
- ⮡ I am throwing the discus/javelin/dice.
- Ρίχνω δίσκο/ακόντιο/ζάρια.
- ⮡ Who's throwing now?
- Ποιος ρίχνει τώρα;
- ≈ συνώνυμα: cast, chuck, dash, fling, heave, hurl, pelt, pitch, sling, shoot και toss
- ⮡ I throw the ball to someone.
- (μεταβατικό) πετάω, ρίχνω, βάζω κάτι κάτω γρήγορα κι απρόσεκτα
- ⮡ Why did you throw your clothes on the floor?
- Γιατί πετάξατε τα ρούχα σας στο πάτωμα;
- ⮡ They threw their bags on the ground and left.
- Πέταξαν τις τσάντες τους στο πάτωμα κι έφυγαν.
- ⮡ She threw some clothes into a suitcase.
- Έριξε λίγα ρούχα σε μια βαλίτσα.
- ⮡ He threw the letter in the box and left.
- Έριξε το γράμμα στο κουτί κι απομακρύνθηκε.
- ⮡ Why did you throw your clothes on the floor?
- (μεταβατικό) πετάω, ρίχνω, κινώ κάποιον ή κάτι ξαφνικά και βίαια
- ⮡ The crash threw all of us out of the bus.
- Το τρακάρισμα μας πέταξε όλους έξω από το λεωφορείο.
- ⮡ The wind threw the boat into the rocks and shattered it.
- Ο άνεμος έριξε τη βάρκα στα βράχια και την τσάκισε.
- ⮡ The crash threw all of us out of the bus.
- (μεταβατικό) ρίχνω, κινώ το σώμα μου ή μέρος του γρήγορα ή ξαφνικά
- ⮡ She threw back her head.
- Έριξε πίσω το κεφάλι της.
- ⮡ She threw her arms around his neck.
- Ρίχτηκε στο λαιμό του.
- ⮡ He threw himself to the ground.
- Ρίχτηκε στο έδαφος.
- ⮡ She threw herself into the fight.
- Ρίχτηκε μέσα στον καβγά.
- ⮡ She threw back her head.
- (μεταβατικό) ρίχνω, κατευθύνω κάτι σε κάποιον ή κάτι
- ⮡ She threw him an angry look.
- Του έριξε μια θυμωμένη ματιά.
- ⮡ She threw him an angry look.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- throw - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: πετώ, ρίχνω