tendency
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tendency | tendencies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tendency (en)
- η ροπή, η τάση
- ⮡ I have a tendency to catch colds.
- Έχω ροπή προς τα κρυολογήματα.
- ⮡ He has the tendency to gain fat.
- Έχει τάση να παχύνει.
- ⮡ There is the natural human tendency to embellish the past.
- Υπάρχει η φυσική τάση του ανθρώπου να εξωραΐζει το παρελθόν.
- ⮡ I have a tendency to catch colds.