tchadien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- tchadien < Tchad
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | tchadien | tchadiens |
θηλυκό | tchadienne | tchadiennes |
tchadien (fr)
- σχετικός με το Τσαντ