tarif

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
tarif tarifs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tarif (fr) αρσενικό

  1. το τιμολόγιο
  2. ο πίνακας όπου αναγράφονται όλα τα ποσά που πρέπει να καταβληθούν

Συγγενικά

[επεξεργασία]