twice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

twice (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. δύο φορές, δις
    ⮡  The teacher examines their students twice a year.
    Ο καθηγητής ελέγχει τους μαθητές δύο φορές τον χρόνο.
    ⮡  We do it twice.
    Το κάνουμε δις.
  2. διπλάσια
    ⮡  This way, it will be twice as profitable, as they will have sold at high prices and bought at lower ones.
    Έτσι, θα είναι διπλάσια κερδισμένοι, καθώς θα έχουν πουλήσει σε υψηλές τιμές και θα έχουν αγοράσει σε χαμηλότερες.