sprechen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]sprechen (de) (αόριστος sprach, μετοχή παρακειμένου gesprochen)
sprechen (de) (αόριστος sprach, μετοχή παρακειμένου gesprochen)