spray
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
spray | sprays |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]spray (en)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- spray - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- spray - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
spray | sprays |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]spray (fr) αρσενικό
- το σπρέι
Πηγές
[επεξεργασία]- spray - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- {R:Larousse}}