spore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]spore (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
spore | spores |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- spore < αρχαία ελληνική σπορά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]spore (fr) θηλυκό