sporvogn

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Ετυμολογία spor+vogn

sporvogn (da)

  1. τραμ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Ετυμολογία spor+vogn

sporvogn (no)

  1. τραμ