sporvogn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δανικά (da)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Ετυμολογία spor+vogn
sporvogn (da)
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Ετυμολογία spor+vogn
sporvogn (no)
Ετυμολογία spor+vogn
sporvogn (da)
Ετυμολογία spor+vogn
sporvogn (no)