sociable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός sociable
συγκριτικός more sociable
υπερθετικός most sociable

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsəʊ.ʃə.bl̩/

Επίθετο

[επεξεργασία]

sociable (en)

  • κοινωνικός, που αγαπά τη συντροφιά των άλλων ανθρώπων
    ⮡  She is a very sociable woman and her house is always open.
    Είναι πολύ κοινωνική γυναίκα και το σπίτι της είναι πάντα ανοιχτό.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]



Επίθετο

[επεξεργασία]

sociable (fr)