skillful
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | skillful |
συγκριτικός | more skillful |
υπερθετικός | most skillful |
Επίθετο
[επεξεργασία]skillful (en) ή skilful (βρετανική γραφή)
- (αμερικανική γραφή) επιδέξιος
- ⮡ He is skillful with a paintbrush.
- Είναι επιδέξιος στο πινέλο.
- ⮡ He is skillful with a paintbrush.
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 320. ISBN 9780194325684., λήμμα: επιδέξιος