silent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός silent
συγκριτικός silenter / more silent
υπερθετικός silentest / most silent

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsaɪlənt/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

silent (en)

  1. ήσυχος, σιωπηλός, χωρίς καθόλου ήχο ή θόρυβο
    ⮡  silent night - σιωπηλή νύχτα
     συνώνυμα: quiet
  2. σιωπηλός, για άτομο που δεν μιλάει
    ⮡  Why are you so silent tonight?
    Γιατί τόσο σιωπηλός απόψε;
     συνώνυμα: quiet
  3. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) σιωπηλός, που δεν εκφράζεται με λέξεις ή ήχο
    ⮡  a silent march/protest/prayer - σιωπηλή πορεία/διαμαρτυρία/προσευχή
  4. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) βωβός, για ταινίες με εικόνες αλλά χωρίς ήχο
    ⮡  a silent film - ταινία βωβού κινηματογράφου

Σύνθετα

[επεξεργασία]