shake
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
shake | shakes |
shake (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | shake |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shakes |
αόριστος | shook |
παθητική μετοχή | shaken |
ενεργητική μετοχή | shaking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
shake (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κουνώ, ανακινώ, αναταράζω, τρέμω, τρεμουλιάζω, κινούμαι ή κινώ κάποιον ή κάτι με σύντομες γρήγορες κινήσεις από πλευρά σε πλευρά ή πάνω-κάτω
- ⮡ The wooden stairs were old and shook when I went up them.
- Η ξύλινη σκάλα ήταν παλιά και κούναγε όταν την ανέβαινα.
- ⮡ He shook his head disapprovingly.
- Κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά.
- ⮡ Shake the bottle well before each use.
- Ανακινήστε καλά το μπουκάλι πριν από κάθε χρήση.
- ⮡ The earthquake shook the house.
- Ο σεισμός ανατάραξε το σπίτι.
- ⮡ The earth shook under our feet.
- Η γη έτρεμε κάτω από τα πόδια μας.
- ≈ συνώνυμα: quake και tremble
- ⮡ The wooden stairs were old and shook when I went up them.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σφίγγω για χαιρετισμό, κάνω χειραψία, πιάνω το χέρι κάποιου και το μετακινώ πάνω-κάτω για να χαιρετήσω κάποιον ή για να δείξω ότι συμφωνώ σε κάτι
- ⮡ They elbowed their way through to see who would be first to shake the winner’s hand.
- Διαγκωνίζονται ποιος θα σφίξει πρώτος το χέρι του νικητή.
- ⮡ She refused to shake hands with her teammate.
- (Αυτή) αρνήθηκε να κάνει χειραψία με συμπαίκτριά της.
- ⮡ They elbowed their way through to see who would be first to shake the winner’s hand.
- (αμετάβατο) τρέμω, κάνω σύντομες γρήγορες κινήσεις που δεν μπορώ να ελέγξω, για παράδειγμα επειδή κρυώνω ή φοβάμαι
- (μεταβατικό, όχι στα progressive tenses) συνταράζω, προκαλώ σε κάποιον πολύ μεγάλη ψυχική ταραχή
- ⮡ The news shook us.
- Μας συντάραξε η είδηση.
- ⮡ The news shook us.