screen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- οθόνη, μόνιτορ, ύφασμα προβολής, οθόνη προβολής
- παραβάν, σήτα, σίτα
- κάγκελα τζακιού, κλωβός τζακιού, προστατευτικό τζακιού, κάλυμμα τζακιού
- (γενικότερα) η ασπίδα (κατά του ήλιου, του ανέμου, της θερμοκρασίας, των εχθρών κτλ.)
- κάλυψη, συγκάλυψη, κουκούλωμα, μάσκα, εικονική επιχείρηση ή ίδρυμα, επιχείρηση συγκάλυψης
- screen, the screen, the big screen η κινηματογραφική βιομηχανία
- screen στο αμερικάνικο ποδόσφαιρο
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία](πληροφορική)
- on-screen, on-screen display (OSD)
- screen form
- touch screen, touchscreen
Ρήμα
[επεξεργασία]screen (en)
- προστατεύω, προφυλάσσω
- προβάλλομαι σε αναπαραγωγικό μέσο, εμφανίζομαι με την βοήθεια μηχανισμού
- προβάλλω, κάνω προβολή, δείχνω, παίζω
- επιλέγω επιμελώς, ελέγχω διεξοδικά, (μεταφορικά) και (κυριολεκτικά) περνάω από κόσκινο, απορρίπτω ανεπιθύμητες μονάδες, ξεδιαλέγω, ξεσκαρτάρω
- βάζω σίτα