scrap
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
scrap | scraps |
scrap (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | scrap |
γ΄ ενικό ενεστώτα | scraps |
αόριστος | scrapped |
παθητική μετοχή | scrapped |
ενεργητική μετοχή | scrapping |
scrap (en)
- διαλύω κάτι (άχρηστο) σε κομμάτια
- (μεταβατικό) πετάω κάτι ως άχρηστο
Πηγές
[επεξεργασία]- scrap (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697. ISBN 9780194325684., λήμμα: πετώ