scelus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]scelus (la) ουδέτερο
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | scelus | sceleră |
γενική | sceleris | scelerum |
δοτική | scelerī | scelerĭbus |
αιτιατική | scelus | sceleră |
κλητική | scelus | sceleră |
αφαιρετική | scelere | scelerĭbus |