scaffold

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

scaffold (en)

  1. κατασκευή από σκαλωσιές
  2. εξέδρα, ιδίως για την εκτέλεση θανατικής ποινής.

Συγγενικά

[επεξεργασία]