satur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- satur < satis
Επίθετο
[επεξεργασία]satur (la), satura, saturum
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | satur | satura | saturum | saturī | saturae | satura |
γενική | saturī | saturae | saturī | saturōrum | saturārum | saturōrum |
δοτική | saturō | saturae | saturō | saturīs | saturīs | saturīs |
αιτιατική | saturum | saturam | saturum | saturōs | saturās | satura |
κλητική | satur | satura | saturum | saturī | saturae | satura |
αφαιρετική | saturō | saturā | saturō | saturīs | saturīs | saturīs |