super

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

super (en) (χωρίς παραθετικά)

  • σούπερ (χαρακτηρίζει κάτι ως πολύ μεγάλο, πολύ ισχυρό ή για να δηλώσει την ανεπιφύλακτη αποδοχή μας)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

super (en) (χωρίς παραθετικά)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
super supers

super (fr) αρσενικό

  1. η βενζίνη «σούπερ»
  2. (οικείο) το σουπερμάρκετ

Επίθετο

[επεξεργασία]

super (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Επίρρημα

[επεξεργασία]

super (fr)

super (fr)

Αναγραμματισμοί

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Πρόθεση

[επεξεργασία]

super (eo)



Επίθετο

[επεξεργασία]

super (pl) άκλιτο (χωρίς παραθετικά)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

super (pl)