suitcase
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
suitcase | suitcases |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]suitcase (en)
- η βαλίτσα
- ⮡ The clothes must be compressed to fit into the suitcase.
- Πρέπει να συμπιεστούν τα ρούχα για να χωρέσουν στη βαλίτσα.
- ⮡ The clothes must be compressed to fit into the suitcase.