suggestive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

suggestive (en)

  1. που υπονοεί κάτι
  2. που έχει ένα (ερωτικό, σεξουαλικό) υπονοούμενο



Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
suggestive suggestives

suggestive (fr)

  1. θηλυκό του suggestif